[hsas-shortcode group=1″” speed=”10″ direction=”left” gap=”50″]
[masterslider id=”28″]
Σάββατο μεσημέρι περίπου. Περνούν οι Τούρκοι από τη γειτονιά μας και μπαίνουν
στη Σμύρνη. Η λύπη και ο φόβος όλων μας είναι μεγάλος. Εμείς βέβαια οι μικροί δεν
είχαμε και τόση συναίσθηση. Ήμουν τότε δέκα ετών περίπου. Όλοι διπλοκλειδώθηκαν
μέσα στα σπίτια τους.
-
ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΗ Καταστροφή όπως την έζησα*Του Γεωργίου Γ. ΓιατράκουΣάββατο μεσημέρι περίπου. Περνούν οι Τούρκοι από τη γειτονιά μας και μπαίνουνστη Σμύρνη. Η λύπη και ο φόβος όλων μας είναι μεγάλος. Εμείς βέβαια οι μικροί δενείχαμε και τόση συναίσθηση. Ήμουν τότε δέκα ετών περίπου. Όλοι διπλοκλειδώθηκανμέσα στα σπίτια τους.Το απόγευμα ήλθε μια κουστωδία από έφιππους Τούρκους πολίτες, Κάποιοςπροηγείτο κρατώντας μια σημαία τουρκική και φώναζε «Γιασασίν Κεμάλ Ιον Κόρτμανατς καπί μπισί γιόκ γιαριντάν σόρα». Αυτά είχαν την έννοια απ’ ότι θυμάμαι: «Ζήτωτου Κεμάλ. Μη φοβάστε. Ανοίξτε τις πόρτες. Δεν είναι τίποτα». Βέβαια έλεγαν καιάλλα, αλλά δεν μπόρεσα να καταλάβω, διότι δεν γνωρίζω τούρκικα. Την ίδια ημέρα, ήτην άλλη, δεν θυμάμαι ακριβώς, πήγαμε στο σπίτι κάποιου φίλου του πατέρα μου, οοποίος είχε αγγλική υπηκοότητα. Ήταν βέβαια γνήσιος Έλληνας και καλόςπατριώτης, αλλά όπως έχω καταλάβει πολλοί Έλληνες κατόρθωναν και έπαιρναν ξένηυπηκοότητα, για να κινούνται πιο εύκολα και να μην τους πειράζουν οι Τούρκοι. Άλλοςείχε αγγλική υπηκοότητα, άλλος αυστριακή, άλλος ρωσική κ.λπ.Νομίζω ότι για αυτούς ίσχυε η ετεροδικία και μ’ αυτόν τον τρόπο βοηθούσαν καιτους εαυτούς τους αλλά και πολλούς άλλους Έλληνες. Στο σπίτι του φίλου τουπατέρα μου που πήγαμε, λοιπόν, είδα ότι είχε αναρτημένη μια τεράστια αγγλικήσημαία. Μέσα και έξω από το σπίτι του υπήρχε κόσμος. Πήγαιναν εκεί οι άνθρωποι γιανα σωθούν. Ήμαστε μέσα στο σπίτι ο ένας κοντά στον άλλον. Το βράδυ επίσηςστρώναμε κάτω κουβέρτες και κοιμόμαστε ο ένας δίπλα στον άλλον. Την Τετάρτημας πήρε ο πατέρας μου και φύγαμε για να πάμε στο σπίτι μας, αλλά όταν βγήκαμεέξω μας πήγε μέχρις ενός ορισμένου σημείου που ήταν πολύ κοντά στο σπίτι μας κιεκείνος πήρε την αδερφή μου και την πήγε στο γαλλικό Κολλέγιο για ασφάλεια. Απόσυζητήσεις κατάλαβα ότι πλήρωσε ένα σεβαστό ποσό και μετά ήλθε και εκείνος σπίτικαι μας είπε ότι έβαλαν φωτιά στην Αρμενιά – ήταν μια συνοικία που κατοικούσανΑρμένιοι, γι’ αυτό έβαλαν οι Τούρκοι την φωτιά και είχαν την εντύπωση, οι μεγάλοιβέβαια, ότι έβαλαν τη φωτιά οι Τούρκοι για αντίποινα και ότι η φωτιά θα εντοπιζότανμόνο στην Αρμενιά, αλλά δυστυχώς δεν ήταν έτσι. Η φωτιά κατά το απόγευμαπλησίαζε κοντά στη γειτονιά μας, έτσι αναγκασθήκαμε να φύγουμε και να πάμε σεκάποιου κουμπάρου μας το σπίτι, που ονομαζόταν Χαρίτος. Δεν φανταζόμαστε ότι θαέφθανε μέχρις εκεί η φωτιά και αφού οι γονείς μου μάλιστα είχαν ησυχάσει ότι ηαδελφή μου ήταν ασφαλής στο Κολλέγιο. Όταν πήγαμε εκεί, ήταν κι άλλοι φίλοι με τιςοικογένειές τους. Είχε βραδιάσει πια και οι άνδρες κάθισαν χωριστά, το ίδιο και οιγυναίκες και συζητούσαν τα γεγονότα και αν θυμάμαι καλά, οι άνδρες είχαν ανοίξειένα κουτί μπύρα και έπιναν.
[masterslider id=”48″]
[masterslider id=”12″]
-
Εμείς τα παιδιά καθόμαστε σε μια γωνιά και τους παρακολουθούσαμε, αλλάκανένας δεν κοιμήθηκε, γιατί μας διακατείχε η αγωνία τι θα γινόταν με τη φωτιά.Αργά, ήταν περασμένα μεσάνυχτα, χτύπησε η πόρτα και είδαμε έναν γείτονά μας πουονομαζόταν Νέτσος, να κρατά την αδελφή μου από το χέρι. Μας ζητούσε όλη τηνύχτα και επιτέλους κατόρθωσε να μας βρει και μας την έφερε. Το τι έγινε δενπεριγράφεται.Η μητέρα μου γονάτισε, έπιασε τα χέρια του και τα φιλούσε. Εκείνος βέβαια τησήκωσε. Τι λοιπόν είχε συμβεί; Όταν έφθασε η φωτιά κοντά στο Κολλέγιο, οικαλόγριες έβγαλαν έξω τα παιδιά και τους είπαν να πάει το καθένα στο σπίτι του.Όπως ήταν φυσικό η αδελφή μου πήγε σπίτι, κτύπησε την πόρτα, ήταν περίπου η ώραπου άναβαν τα φώτα, αλλά δεν πήρε καμιά απάντηση. Και πως ήταν δυνατόν, αφούείχαμε φύγει. Κτύπησε μερικές φορές, και όταν κατάλαβε ότι το σπίτι ήταν κλειστό κιότι δεν υπήρχε κανείς μέσα έβαλε τα κλάματα. Ήταν τότε 15-16 ετών. Ευτυχώς τηνώρα εκείνη περνούσε ο λεβέντης εκείνος με την παιδική αγνότητα, αλλά συγχρόνωςμε λιονταρίσια καρδιά και τη ρώτησε γιατί κλαίει. Την καθησύχασε και τηςυποσχέθηκε να την πάει στους γονείς της. Παίρνοντάς την από το χέρι γύριζε απόσπίτι σε σπίτι, όπου υπέθεσε ότι θα μπορούσαμε να είμαστε και ύστερα από μεγάληταλαιπωρία μας βρήκε. Όταν του πρότειναν να τον κεράσουν κάτι αρνήθηκε, γιατί,όπως είπε, ήθελε να πάει να πάρει τη μητέρα του που την είχε αφήσει κάπου.Ο Νέτσος αυτός ήταν γείτονάς μας, ένας άνδρας αρκετά ψηλός. Νομίζω ότιεργαζόταν στα καπνά κι είχε μια μητέρα παράλυτη. Είχε και άλλα αδέλφια νομίζω,αλλά ήταν όλοι παντρεμένοι. Αυτός ήταν περίπου 35 ετών κι είχε ένα ανηψάκι περίπουστην ίδια ηλικία με μένα. Τον έλεγαν Πάνο και φύλαγε τη μητέρα του την ημέρα, αφούαυτός εργαζόταν. Το βράδυ ο μικρός πήγαινε στο σπίτι του και περιποιούταν τημητέρα του ο ίδιος ο Νέτσος. Οπωσδήποτε με την πρόθυμη θέλησή του έμενε μαζίτης μέχρι την ώρα του ύπνου και το πρωί πήγαινε στη δουλειά. Το καλοκαίρι σήκωνετη μητέρα του με την καρέκλα που καθόταν, την έβγαζε έξω και της έκανε συντροφιάμέχρι την ώρα του ύπνου. Τη νύχτα δεν κοιμόταν συνεχώς, γιατί ήταν αναγκασμένοςνα περιποιείται την παράλυτη μητέρα του, αν χρειαζόταν κάτι. Ο άνθρωπος αυτόςεστερείτο κάθε είδους ψυχαγωγίας για χάρη της μητέρας του, αγόγγυστα. Σεεξαιρετικές περιπτώσεις μόνο την άφηνε, όταν τον καλούσαν να συμβιβάσειανθρώπους που είχαν διαφορές και χρησιμοποιούσαν βία. Αυτός με την ήπιο καιπειστικό χαρακτήρα του κατόρθωνε πάντοτε να τους συμβιβάσει. Σαν σε παρέκβασηαναφέρω, ότι δύο άνδρες λογομάχησαν και συμφώνησαν να μονομαχήσουν με πιστόλιασε ορισμένο μέρος. Τον ειδοποίησαν λοιπόν εγκαίρως κι επήγε και όχι μόνο τουςεμπόδισε να μονομαχήσουν αλλά και τους συμφιλίωσε και έκτοτε έγιναν αχώριστοιφίλοι. Αυτά τα γράφω για παράδειγμα προς μίμηση. Τις πρωινές ώρες η φωτιάπλησίαζε κοντά μας κι αναγκαστήκαμε να φύγομε, και γλιστρώντας κυριολεκτικά τηνύχτα μέσα στα σοκάκια κατορθώσαμε να φτάσομε σε μια Εταιρεία καπνού. Ανθυμάμαι καλά, επρόκειτο για τη Γερμανική Εταιρεία Στάντερ. Εκεί μείναμε για λίγεςημέρες, έως ότου ήλθε η ειδοποίηση να πήγαιναν στην AMERICAN TOBACCO COMPANY
-
όσοι εργάζονταν εκεί. Εκεί μείναμε μέχρι την ημέρα που φύγαμε από τη Σμύρνη. Εν τωμεταξύ, κι ενώ κυμάτιζε μια αμερικανική σημαία, έκανε έφοδο ένα απόσπασμαστρατιωτών Τούρκων και μάζεψε όσους άντρες υπήρχαν μέσα εκτός από μερικούς πουκατόρθωσαν και βγήκαν πάνω από τα κεραμίδια μέσα από κάτι καπατζέδες με γυαλίγια να δίνουν φως στις σάλες των καπνών και οι οποίοι ανοιγόκλειναν. Βγήκαν μεσκάλες φορητές που μάζεψαν αργότερα οι γυναίκες από κάτω και έτσι δεν έγιναναντιληπτοί αυτοί που βγήκαν από τα κεραμίδια. Μαζί μ’ αυτούς που συνέλαβαν ήτανκαι ο πατέρας μου. Τους κατέβασαν λοιπόν κάτω και τους έβαλαν στη γραμμή.Καταλαβαίνετε την λύπη μας και την απογοήτευσή μας. Εγώ παρακολουθούσα τηνσκηνή από ένα παράθυρο. Είδα λοιπόν κάποιον Τούρκο στρατιώτη να πιάνει από τομανίκι τον πατέρα μου και να του λέγει: «Σεν γκίι», δηλαδή «εσύ φύγε». Πραγματικάεκείνος έφυγε. Όταν ήλθε πάνω ο πατέρας μου, μου είπε ότι παρακαλούσε τον Θεό νατον απαλλάξει από αυτήν την δοκιμασία και ότι είναι να πάθει να του τα δώσει έπειταο Θεός λίγα – λίγα. Ήταν πολύ ευσεβής άνθρωπος, όπως άλλωστε και οι περισσότεροιάνθρωποι την εποχή εκείνη. Πέρασε κι αυτό. Μετά από λίγες ημέρες έρχονται πάλιδύο – τρεις Τούρκοι και παίρνουν κάποιον που ονομαζόταν Αλκή. Αυτός ήταν ένας απ’αυτούς που βγήκαν στα κεραμίδια και γλίτωσε. Επειδή είχε ένα σκύλο που τον έλεγανΚεμάλ, ασφαλώς τον είχε προδώσει ο θυρωρός της αποθήκης, ο οποίος ήταν Τούρκος.Ύστερα από όλα αυτά οι γονείς μας κατάλαβαν ότι δεν μας προστατεύει ηαμερικανική σημαία και αποφασίσαμε να πάμε στην προκυμαία να φύγωμε όπωςέφευγε όλος ο κόσμος. Πήγαμε λοιπόν ένα πρωί στην προκυμαία. Ήταν παραμονή τουΣταυρού. Ο πατέρας μου είχε αφήσει τα γένεια του ατημέλητα τελείως, για να δείχνειμεγαλύτερος από ότι ήταν. Την αδελφή μου την είχαμε μουζαλώσει καταλλήλως, τηςείχαμε φορέσει κάτι κουρελόρουχα, διότι προκειμένου να μπούμε στο πλοίο,περνούσαμε από κάτι κάγκελα που είχαν μια πόρτα και από εκεί έμπαινε ο κόσμος.Εκεί γινόταν διαλογή. Κρατούσαν τους άνδρες και ορισμένες ωραίες κοπέλλες καιάφηναν τους γέρους και τα γυναικόπαιδα να φύγουν. Πολλοί ήταν μικρόσωμοι καινέοι, έκοβαν τα παντελόνια και τα έκαναν κοντά, ξύριζαν καλά τις γάμπες και τοπρόσωπό για να μοιάζουν με παιδιά και πολλοί το κατόρθωναν. Ο πατέρας μουπαρακαλούσε το Θεό, αν είναι για καλό να περάσομε, αν όμως όχι, να βρεθεί κάποιοεμπόδιο. Κατά το ηλιοβασίλεμα φθάσαμε πια κοντά στην πόρτα για να περάσομε καιξαφνικά ακούστηκε από μέσα μια φωνή: «Γιάριμ», δηλαδή «αύριο» κι έκλεισαν τηνπόρτα.Ο κόσμος έφευγε και εμείς γυρίσαμε στην αποθήκη του καπνού, εκεί όπουάλλωστε μέναμε. Ήταν πολύ κοντά στην Πούντα. Σε λίγη ώρα αφ’ ότου φτάσαμε εκεί,έρχεται ένας Αμερικάνος από τους εργοδότες, τον έλεγαν Άσπιλ και ζήτησε τονπατέρα μου. Πήγε ο πατέρας μου και του μίλησε τούρκικα ο εργοδότης, γιατί δενήξερε ελληνικά. Αφού τελείωσαν, τους συνάθροισε όλους ο πατέρας μου και τους είπεότι το αφεντικό είπε να μη φύγει κανένας και ότι την επόμενη μέρα θα έρχονταναραμπάδες και φρουρά από Τούρκους στρατιώτες, να μας φυλάγουν, για να μην μαςπειράξεις κανείς και ότι θα φεύγαμε με ένα καράβι που ήταν εκεί φορτωμένο με καπνά
-
της Εταιρείας. Η χαρά όλων μας δεν περιγραφόταν. Για δεύτερη φορά η παράκλησητου πατέρα μου είχε εισακουσθεί. Πραγματικά την άλλη μέρα ήλθαν αραμπάδες μεφρουρά τούρκικη και μας πήγαν στην προκυμαία. Μας έβαλαν σε μια βενζινάκατο καιμας ανέβασαν στο πλοίο. Φαίνεται ότι οι εργοδότες της Εταιρείας είχαν αντιληφθείτο γεγονός και πήγαν στο Προξενεία και απαίτησαν να γίνει αυτό που έγινε. Αφενόςμεν εθεώρησαν προσβολή αυτό που έγινε και αφ’ ετέρου ήθελαν να χρησιμοποιήσουνόσους τεχνίτες είχαν απομείνει στην Ελλάδα, όπως και το έκαναν.Το καράβι μας πήγαινε στη Μυτιλήνη. Στο δρόμο η γυναίκα του Αλκή τον έκλαιγεγιατί τον είχε χάσει. Το ίδιο συνέβαινε και με κάποια θεία μου που είχε χάσει κι αυτήξαφνικά τον άνδρα της. Η μητέρα μου τις παρηγορούσε, λέγοντάς τους ότι θα τουςβρίσκαμε εκεί που θα πηγαίναμε, αλλά ούτε η ίδια βέβαια πίστευε αυτά που έλεγε.Όταν φτάσαμε στη Μυτιλήνη ήλθε τηλεγράφημα να πάει ο πατέρας μου στη Χίο καιτην ώρα που βγαίναμε με τη βάρκα έξω στην προκυμαία είδαμε να στέκονται ο θείοςμου μαζί με τον Αλκή. Τώρα το πώς σώθηκαν, δεν έμαθα ποτέ. Όταν αποβιβαστήκαμεήρθε κάποιος Σμυρνιός, ο Νίκος Σφακιανάκης, που είχε από παλαιότεραμεταναστεύσει στη Χίο κι είχε παντρευτεί μια εξαιρετική κοπέλα, τη Μαρίκα. Αυτόςείχε συνεταιρισθεί με άλλους δύο και έβγαζαν τσιγάρα και καπνά, με τσιγαρόχαρτοτου κράτους. Η Εταιρεία αυτή λεγόταν Κότη, Τσεσμελή και Σία. Ο Νίκος Σφακιανάκηςλοιπόν μας πήρε αμέσως σπίτι του. Είχε ένα μικρό σπιτάκι στον καινούργιο δρόμο καιεκεί είχε μαζέψει και άλλες οικογένειες. Εμείς ήμαστε τέσσερα άτομα. Αυτός είχε τηνμητέρα του με μια αδελφή του και το παιδί της μωρό, χήρα, κι άλλη μια αδελφή τουχήρα επίσης, διότι οι άνδρες τους έμειναν στην Μικρά Ασία αφού τους συνέλαβαν οιΤούρκοι, με τέσσερα παιδιά και μέσα στη σάλα έμεναν ακόμη 3-4 οικογένειες φίλοιτου, καπνεργάτες κι αυτοί.Όλα αυτά τα γράφω σαν μνημόσυνο γι’ αυτούς τους εξαίρετους ανθρώπους. Εμείςμείναμε εκεί επί ένα ορισμένο διάστημα, μέχρις ότου βρήκαμε ένα σπιτάκι καικατοικήσαμε σ’ αυτό.* Αναδημοσιεύεται από τη «Μικρασιατική Ηχώ», Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1986
[DISPLAY_ULTIMATE_SOCIAL_ICONS]